εκχυδαΐζω

εκχυδαΐζω
μετ. вульгаризировать, опошлять;

εκχυδαΐζομαι — становиться пошлым, вульгарным


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκχυδαΐζω" в других словарях:

  • εκχυδαΐζω — εκχυδαΐζω, εκχυδάισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκχυδαΐζω — 1. κάνω κάτι εντελώς χυδαίο («εκχυδαΐζει τη γλώσσα») 2. παθ. εκχυδαΐζομαι γίνομαι χυδαίος 3. εκλαϊκεύω, υπεραπλουστεύω …   Dictionary of Greek

  • εκχυδαΐζω — εκχυδάισα, εκχυδαΐστηκα, εκχυδαϊσμένος, μτβ., κάνω κάτι από ευγενικό ή σεμνό χυδαίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • εκχυδάιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα τού εκχυδαΐζω* …   Dictionary of Greek

  • προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»